- ἱμᾶσι
- ἱ̱μᾶσι , ἱμάςleathern strapmasc dat pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱμάσι — ἱμάς leathern strap masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵμασ' — ἵμασι , ἷμα neut dat pl ἵ̱μασα , ἱμάσσω flog aor ind act 1st sg ἵ̱μασε , ἱμάσσω flog aor ind act 3rd sg ἵμασαι , ἱμάσσω flog aor imperat mid 2nd sg ἵμασα , ἱμάσσω flog aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἵμασε , ἱμάσσω flog aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… … Dictionary of Greek
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek